σκάλευσις

σκάλευσις
-εύσεως, ἡ, Α [σκαλεύω]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκαλεύω, το σκάλισμα τής φωτιάς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”